- αναμετρώ
- (-έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και -άω)1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαινεοελλ.μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαιαρχ.Ι. ενεργ., 1. ξαναμετρώ δρόμο που πέρασα άλλοτε, ξαναπερνώ πάνω στα χνάρια μου, ξαναγυρίζω2. απαριθμώ3. μετρώ σαν με το σώμα μου τον χώρο που διανύω4. παρέχω σε κάποιον κάτι σαν να τού τό οφείλω, ξεπληρώνωμεσ.1. επιστρέφω στο ίδιο σημείο, επανέρχομαι2. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.